- φαρμακογραφία
- η, Νπεριγραφή φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Στ. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
Δαμβέργης, Αναστάσιος — (Μύκονος 1857 – Αθήνα 1920). Καθηγητής της φαρμακολογίας. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στη Χαϊδελβέργη και στο Βερολίνο. Το 1892 ανέλαβε την έδρα της φαρμακευτικής χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του. Έκανε… … Dictionary of Greek